παρακούσει

παρακούσει
παράκουσις
defect of hearing
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
παρακούσεϊ , παράκουσις
defect of hearing
fem dat sg (epic)
παράκουσις
defect of hearing
fem dat sg (attic ionic)
παρακούω
hear beside
aor subj act 3rd sg (epic)
παρακούω
hear beside
fut ind act 3rd sg
παρακούω
hear beside
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • Αγχίσης — I Μυθολογικό πρόσωπο, ήρωας της Τροίας. Η Αφροδίτη τον ερωτεύτηκε όταν τον είδε, ωραιότατο νέο, να βόσκει τα βόδια του πάνω στο βουνό Ίδη της Μικράς Ασίας. Παρουσιάστηκε τότε μπροστά του με μορφή θνητής κόρης. Ο Α. ερωτεύτηκε κι αυτός τη θεά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”